- χειροδύναμος
- και χεροδύναμος, -η, -ο, Ναυτός που έχει δυνατά χέρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + -δύναμος (< δύναμη), πρβλ. παντο-δύναμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αριστόχειρ — ἀριστόχειρ ( χειρος), ο (Α) αυτός που κρίνει ποιος είναι άριστος στα χέρια, ποιος είναι πιο χειροδύναμος … Dictionary of Greek
δυναμόχερος — η ο αυτός που έχει δύναμη στα χέρια, χειροδύναμος … Dictionary of Greek
μπρατσωμένος — η, ο (για πρόσ.) μυώδης, χειροδύναμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπράτσο, μέσω ενός αμάρτυρου *μπρατσώνω] … Dictionary of Greek
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
χεροδύναμος — η, ο, Ν βλ. χειροδύναμος … Dictionary of Greek
Γουλιέλμος — I Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος δουκών της Ακουιτανίας, Γκιγιόμ (Guillaume). 1. Γ. Α’ ο Ευσεβής (; – 918). Δούκας της Aκουιτανίας (898 ή 909 918) και κόμης της Τουλούζ (885 918), γιος του Βερνάρδου κόμη της Ωβέρνης. Το 910 ίδρυσε το μοναστήρι … Dictionary of Greek
Πλαπούτας — Οικογένεια αγωνιστών του 1821 από τη Γορτυνία. 1. Αθανάσιος. Γιος του Κόλια Π. (4) Πολέμησε πάντα κοντά στον αδελφό του Δημήτριο και διακρίθηκε ιδιαίτερα στην πολιορκία των Πατρών. 2. Γεώργιος. Γιος του Κόλια Π. (4) Συγκέντρωσε δύναμη εναντίον… … Dictionary of Greek